χειροκρότηση

χειροκρότηση
[-ις (-εως)] η аплодирование, рукоплескание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χειροκρότηση" в других словарях:

  • χειροκρότηση — η, Ν το χειροκρότημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροκροτώ. Η λ., στον πληθ. χειροκροτήσεις, μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] …   Dictionary of Greek

  • χειροκρότηση — η βλ. χειροκρότημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειροκρότημα — το, ατος η κρούση της μίας παλάμης με την άλλη, η επιδοκιμασία με τη χειροκρότηση: Tον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»